Η λογοτεχνία όπως και η καθημερινή ζωή βρίθει από ιστορίες ανθρώπων που μεταχειρίζονται τους άλλους με ανυπόφορο τρόπο, σαν να είναι παιδιά τους. Άντρες, γυναίκες, φίλοι, αφεντικά, γείτονες παρεξηγούν το ρόλο τους και θεωρούν πως δικαιούνται να συμπεριφέρονται στον πλησίον τους, όπως στο παιδί τους, με αποτέλεσμα, σχεδόν πάντα, ο παθών να αποφεύγει τον θύτη. Στο βιβλίο «Εκπαιδεύοντας τους γονείς», ο ειδικός παιδαγωγός Αλεξ Τζ. Πάκερ προτείνει μια άσκηση που μοιάζει να σχεδιάστηκε για να εξηγήσει αυτήν την κατάσταση. Φανταστείτε ότι ένα ζευγάρι φίλων σας καλεί σπίτι του για φαγητό. Όμως, αντί για την αναμενόμενη συμπεριφορά, αρχίζουν να σας φέρονται σαν να είσαστε τα παιδιά τους.
Η Μαρία, η οικοδέσποινα, ανοίγει την πόρτα και το πρώτο πράγμα που λέει είναι:
«Τι γίνατε; Σας περιμέναμε πιο νωρίς. Είχαμε πει στις 9 κι έχει πάει 9:30. Δε νομίζετε πως θα έπρεπε να μας είχατε ενημερώσει ότι θα αργήσετε;».
«Ε, να …καθυστερήσαμε ….», λέτε εσείς σαν ζητάτε συγγνώμη.
«Ωραία», λέει η Μαρία, «αλλά να μην ξανασυμβεί».
Καθώς σας συνοδεύει στην τραπεζαρία, η Μαρία πλησιάζει εσάς ή τη γυναίκα σας, σαν να θέλει να σας πει κάποιο μυστικό, και σας λέει στο αυτί: «Δεν σου φαίνεται πως αυτή η μπλούζα παραείναι φανταχτερή για την ηλικία σου; Στο λέω γιατί ο κόσμος σχολιάζει, κατάλαβες; Μετά, αρχίζουν να λένε διάφορα…..».
«Εγώ ….αυτή ….νόμιζα πως….»
«Άντε!» διακόπτει ο Δημήτρης, ο σύζυγος, «κοντεύει να παγώσει το φαγητό» και αμέσως μετά: «Ε σιγά σιγά! Μην το παρακάνετε με τους μεζέδες, γιατί μετά δεν θα μπορείτε να φάτε το κρέας.»
Ενώ αισθάνεστε να σας κάθεται στο λαιμό η τελευταία φέτα σαλάμι, η Μαρία ξαναρχίζει… Τρίβει τα χέρια της σαν ν’ απολαμβάνει τη στιγμή και λέει:
«Πείτε μας κάτι για σας.»
Εσείς κοιτάζεστε αμήχανα και μετά, προσπαθώντας να κρατήσετε τα προσχήματα, λέτε:
«Λοιπόν… σκεφτόμαστε να πάμε στην Πράγα».
«Στην Πράγα; Είστε τρελοί;» λέει η Μαρία. «Μ’ αυτό το κρύο, τέτοια εποχή… Άσε που εκεί κάνει κουμάντο η ρώσικη Μαφία…».
«Βέβαια», υπερθεματίζει ο Δημήτρης, που δε δείχνει όμως ευχαριστημένος. «Δε νομίζετε ότι, συν τοις άλλοις, με δεδομένη την κατάσταση που ζούμε στη χώρα μας, κι αν λάβουμε υπόψη πόσα βγάζετε-που, για να πούμε την αλήθεια, δεν είναι και τίποτα σπουδαίο-, θα ήταν καλύτερα να φυλάξετε τα λεφτά σας σ’ ένα ασφαλές μέρος για μια ώρα ανάγκης; Εγώ έτσι λέω… αλλά βέβαια, εσείς θα κάνετε του κεφαλιού σας. Στο κάτω κάτω, τη δική σας ζωή θα δυσκολέψετε».
Το πιθανότερο είναι ότι μετά από μια τέτοια βραδιά, θα το σκεφτείτε καλά πριν ξαναπάτε στο σπίτι του Δημήτρη και της Μαρίας. Ή μήπως όχι;
Δεν είναι ανάγκη να θυμηθούμε πόσες φορές εμείς οι γονείς φερόμαστε έτσι στα παιδιά μας, και σαν να μην έφτανε αυτό, περιμένουμε να το εκτιμήσουν, να τους αρέσει και να μας χρωστάνε ευγνωμοσύνη. Δεν το κάνουμε από απλή άγνοια, αλλά επειδή ξέρουμε πως η αμφιθυμία τους, ευτυχώς, θα κάνει τη δουλειά της και η σχέση μας δεν θα διαταραχθεί.
Τα «καλά παιδιά» έχουν πλήρη συνείδηση των συναισθημάτων τους. Τα «όχι και τόσο καλά», είτε θα μείνουν αγκιστρωμένα στα θετικά συναισθήματα και δεν θα αποδεσμευτούν ποτέ απ’ τους γονείς τους, είτε θα αιχμαλωτιστούν μέσα στα αρνητικά συναισθήματα και θ’ αρνηθούν ο,τιδήποτε προέρχεται απ’ αυτούς.