Κάποτε, ένας βασιλιάς ζήτησε απ’ όλους τους υπηκόους στο βασίλειό του να φτιάξουν ψωμί και ανακοίνωσε πως εκείνος που θα έφτιαχνε το καλύτερο, θα γινόταν πλούσιος, αφού θα του χάριζε αμύθητα πλούτη. Όλοι τότε άρχισαν να ζυμώνουν, και ολόκληρο το βασίλειο μοσχοβόλησε από τους φούρνους, που έψηναν, με την ελπίδα των ανθρώπων να γίνουν πλούσιοι. Από την επομένη κιόλας, άρχισε η παρέλαση στο παλάτι, μα όσα ψωμιά κι αν δοκίμαζε ο βασιλιάς, κατέληγε να λέει λυπημένος πως κανένα, παρ’ όλη την τέχνη που έβαλε ο φούρναρης ή ο σπιτονοικοκύρης, δεν τον ενθουσίαζε. Απογοητευμένος, πήγαινε ακόμα κι ο ίδιος από σπίτι σε σπίτι μέχρι που έφτασε στην καλύβα ενός αγρότη, ο οποίος όμως δεν είχε ψήσει τίποτα. Τον ρώτησε τον λόγο και ο αγρότης τον κοίταξε χαμογελώντας και του είπε: «Βασιλιά μου, το καλύτερο ψωμί θα το φας από μένα, αλλά θα πρέπει να κάνεις ό, τι σου ζητήσω».
Ο βασιλιάς, κουρασμένος από τη μάταιη αναζήτησή του, δέχτηκε αμέσως, χωρίς καν να ρωτήσει τους συμβούλους του. Ο αγρότης, λοιπόν, του ζήτησε την επόμενη μέρα, με το χάραμα, να είναι πάλι εκεί. Αν και ο βασιλιάς απόρησε, υπάκουσε και το πρωί βρισκόταν έξω από το σπίτι. Σε λίγο ακολούθησε τον αγρότη, κρατώντας μάλιστα και ένα τσαπί που του έδωσε. Όταν έπειτα από ώρα έφτασαν σε ένα χωράφι, ο βασιλιάς πίστεψε πως είχε έρθει η ώρα να φάει αυτό το περιβόητο ψωμί. Ο αγρότης όμως, του είπε πως έπρεπε να κάνει κι άλλο υπομονή μέχρι το μεσημέρι, όταν η γυναίκα του θα έφερνε το ψωμί στο χωράφι.
Όσο λοιπόν περίμεναν, ξεκίνησαν να σκάβουν, με τον άμαθο βασιλιά να δυσανασχετεί, άλλα κάθε φορά που σταματούσε, ο χωρικός του υπενθύμιζε, πως για να φάει το πιο νόστιμο ψωμί του κόσμου, έπρεπε να συνεχίσει όπως εκείνος. Κάθιδρος και με τα χέρια του γεμάτα φουσκάλες από το φτυάρισμα, κάποια στιγμή ο βασιλιάς κάθισε στο χώμα, ανήμπορος να συνεχίσει. «Δεν έχω φάει τίποτα από το πρωί, άνθρωπέ μου, και πεινάω σαν λύκος. Πως αντέχεις εσύ;» παραπονέθηκε.
Εκείνη την ώρα φάνηκε η γυναίκα του αγρότη με έναν σάκο περασμένο στον ώμο της. Άπλωσε ένα τραπεζομάντηλο κάτω από ένα δέντρο και έβγαλε με προσοχή από έναν μπόγο το αχνιστό ψωμί, το οποίο έβαλε στη μέση. Ο βασιλιάς άρπαξε ένα κομμάτι και άρχισε να το τρώει λαίμαργα, μουγκρίζοντας από ευχαρίστηση. «Δεν έχω ξαναφάει τόσο νόστιμο ψωμί», έλεγε ξανά και ξανά, ενώ τους υποσχέθηκε πως θα τους έκανε πλούσιους. Όταν, χορτασμένος πια, τους ρώτησε πώς το φτιάχνουν και είναι τόσο γευστικό, ο χωρικός γέλασε. «Βασιλιά μου, το ψωμί μας είναι ίδιο με αυτό που κάνουν όλοι στο χωριό. Εσύ το μετέτρεψες στο πιο νόστιμο του κόσμου, γιατί δούλεψες γι’ αυτό και τώρα το απολαμβάνεις».
Ο χωρικός έδωσε ένα μάθημα σε όλους πως, αν θέλεις να ευχαριστηθείς κάτι, πρέπει να δουλέψεις για να το αποκτήσεις. Σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν να κοπιάζουν για τα αγαθά τους. Τα περιμένουν έτοιμα “στο πιάτο”…