Αυτισμός ΔΑΦ
Ο όρος «Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος»χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που έχουν μια μορφή αυτισμού. Αυτό περιλαμβάνει από παιδιά με κλασσικό αυτισμό μέχρι και τα παιδιά που έχουν υψηλής λειτουργικότητας αυτισμό ή σύνδρομο Asperger. Αυτές οι ομάδες παιδιών μπορεί να εμφανίζουν συμπεριφορές πολύ διαφορετικές η μία από την άλλη. Παρόλα αυτά, η κατάσταση τους περιγράφεταιμε τον όρο «φάσμα» διότι, κάτω από τις πολύ διαφορετικές συμπεριφορές τους, έχουν δυσκολίες στις ίδιες περιοχές κλειδιά.
Κοινωνική αλληλεπίδραση: μπορεί να εμφανίζονται αποσυρμένα, παθητικά, ενεργητικά αλλά ιδιόρρυθμα, ή υπερβολικά τυπικά.
Επικοινωνία: προβλήματα με την ομιλία, την επικοινωνία και την κατανόηση.
Φαντασία, ακαμψία και εμμονές.
Οι διαφορές ή οι δυσκολίες σε αυτές τις τρεις περιοχές είναι απαιτούμενες προκειμένου να γίνει η διάγνωση μιας Διαταραχής Αυτιστικού Φάσματος. Οι αισθητηριακές δυσκολίες μπορούν να έχουν επίδραση σε όλες τις περιοχές της ζωής του παιδιού.
Οι Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος είναι τέσσερις φορές πιθανότερο να εμφανιστούν στα αγόρια παρά στα κορίτσια. Η απόκλιση θεωρείται υψηλότερη για την αναλογία αγοριών και κοριτσιών με σύνδρομο Asperger. Κάποιες μελέτες την έχουν τοποθετήσει στο ύψος του 9:1.Ένας πιθανός παράγοντας είναι μία αύξηση στην αναγνώριση από τους γονείς, τα σχολεία και τους επαγγελματίες υγείας. Ο Αυτισμός και το Σύνδρομο Asperger γίνονται όλο και ευρύτερα γνωστά.Ένας άλλος πιθανός παράγοντας είναι η διεύρυνση του διαγνωστικού φάσματος.
Παλιότερες αρχικές μελέτες πάνω στον αυτισμό πρότειναν ότι οι γονείς ευθύνονταν για το ότι δεν παρείχαν επαρκή θαλπωρή και στοργή στα παιδιά τους. Ωστόσο, αυτή η θεωρία σύντομα απορρίφθηκε . Η συζήτηση σχετικά με το MMR αναπτύχθηκε ακολουθώντας μια μελέτη που δημοσιεύθηκε από τους Wakefield και συνεργάτες το 1998. Υποστήριζαν ότι o εμβολιασμός με MMR προκαλούσε μια νέα παραλλαγή παλίνδρομου αυτισμού, όπου τα παιδιά αρχικά ανέπτυσσαν περιορισμένη ομιλία αλλά στη συνέχεια σταματούσαν να μιλούν κατά τον δεύτερο η τρίτο χρόνο ζωής. Αυτό είχε προταθεί ως εξήγηση για την αύξηση των ποσοστών του αυτισμού.
Αυτή η υπόθεση δεν υποστηρίχτηκε από μεταγενέστερες μελέτες. Για παράδειγμα, οι Rutter και συνεργάτες (2005) βρήκαν ότι τα ποσοστά του αυτισμού ήταν αυξανόμενα, αλλά δεν υπήρχε καμία δραματική αύξηση μετά την εισαγωγή του MMR, όπως θα ήταν αναμενόμενο εάν το MMR ήταν πράγματι η αιτία της αύξησης αυτής. Πρότειναν σαν μια εξήγηση την αυξημένη ενημερότητα και τη διεύρυνση του φάσματος. Η σύνδεση μεταξύ του MMR και του αυτισμού έχει επίσης απορριφθεί πρόσφατα από ερευνητές που εργάστηκαν πάνω στη μελέτη του Wakefield και των συνεργατών του.
Μια ακόμα παρεξήγηση είναι ότι ο αυτισμός προκαλείται εξαιτίας κακών γονικών πρακτικών. Αυτό το πίστευαν δεκαετίες πριν αλλά έχει καταρριφθεί. Μέχρι τώρα δεν υπάρχουν γνωστοί ψυχολογικοί παράγοντες στην ανάπτυξη του παιδιού που προκαλούν αυτισμό. Αν και κανείς δεν έχει εντοπίσει με ακρίβεια μια συγκεκριμένη αιτία για τον αυτισμό, πολλοί ειδικοί στο πεδίο αυτό πιστεύουν ότι η ρίζα του προβλήματος έγκειται σε βιολογικές ή νευρολογικές διαφορές στον εγκέφαλο, οι οποίες με τη σειρά τους μπορεί να εξηγούνται σε μια γενετική βάση. Σε αυτή τη φάση κανένα μεμονωμένο γονίδιο δεν έχει συνδεθεί άμεσα με τον αυτισμό. Υπάρχουν κάποια στοιχεία που προτείνουν μια πιθανή σύνδεση στις οικογένειες, αλλά αυτό δεν έχει αποφασιστεί οριστικά. Ο αυτισμός μπορεί να εμφανιστεί αυθόρμητα, χωρίς κανένα οικογενειακό ιστορικό.
Συνοψίζοντας,οι ΔΑΦ είναι πιθανόν να οφείλονται σε μια σύνθετη αλληλεπίδραση γενετικών στοιχείων και στοιχείων εγκεφαλικής ανάπτυξης, τα οποία έλαβαν χώρα πριν τη γέννηση και πιθανόν ενεργοποιήθηκαν αργότερα μετά τη γέννηση. Δεν υπάρχει καμία ξεκάθαρη αιτία. Δεν υπάρχουν ιατρικές εξετάσεις για τις ΔΑΦ πριν ή μετά τη γέννηση.
Τα παιδιά με ΔΑΦ μπορεί να αντιμετωπίζουν δυσκολίες με τη λεκτική τους επικοινωνία – το να μιλούν σε άλλους ανθρώπους και να κατανοούν αυτά που οι άλλοι τους λένε –, καθώς και με τη μη λεκτική επικοινωνία, όπως είναι η κατανόηση των εκφράσεων του προσώπου των άλλων.
Δυσκολίες με τις κοινωνικές σχέσεις, όπως η δημιουργία φιλιών και το «σχετίζεσθαι» με τους άλλους ανθρώπους είναι συνηθισμένες στα μικρά παιδιά. Μπορεί να συνεχιστούν κατά τη διάρκεια της ζωής τους ή να αλλάξουν με την κατάλληλη υποστήριξη.
Τα παιδιά με ΔΑΦ μπορεί να: τραβηχτούν αν τα αγγίξετε, κοιτούν μέσα ή πέρα από εσάς, μην ανταποκρίνονται πάντα όταν τους μιλάτε, δείχνουν ελάχιστο ενδιαφέρον ή κατανόηση όταν είστε λυπημένοι, ανταποκρίνονται σε έντονα σωματικά παιχνίδια, αλλά να αποσύρονται και πάλι όταν το παιχνίδι έχει τελειώσει και γι’ αυτό το λόγο έχουν περιγραφεί από την LornaWing ως «αποσυρμένα».
Τα παιδιά με ΔΑΦ μπορεί να είναι ευαίσθητα σε πράγματα που άλλοι άνθρωποι δεν είναι, όπως για παράδειγμα ο φωτισμός, ο θόρυβος, το άγγιγμα, η γεύση, ο πόνος. Τα παιδιά με ΔΑΦ δυσκολεύονται να βάλουν τον εαυτό τους στη θέση κάποιου άλλου, γι’ αυτό και τους είναι δύσκολο να αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Τους λείπει η ικανότητα της Θεωρίας του Νου (αλλιώς γνωστή και ως νοητική τύφλωση).
Τα παιδιά με ΔΑΦ μπορεί να έχουν:
• «δασκαλίστικο» τρόπο ομιλίας
• ασυνήθιστο τόνο/κυματισμό
• ομιλία που είναι πολύ δυνατή ή σιγανή
• ηχολαλία (η επανάληψη ή η αντήχηση των λεκτικών εκφράσεων ενός άλλου ατόμου).
Ένα παιδί με ΔΑΦ:
• κατανοεί ευκολότερα αν του δοθεί οπτική υπόδειξη
• το βοηθά η χρήση γραπτών λέξεων
• είναι υπερβολικά κυριολεκτικό.
Άλλες αλληλεπικαλυπτόμενες καταστάσεις περιλαμβάνουν τη ΔΕΠΥ, τις αναπτυξιακές διαταραχές, ειδικές μαθησιακές διαταραχές, διαταραχές τικ, νοητική καθυστέρηση, το σύνδρομο Down και τη δυσπραξία.