Ως νοητική υστέρηση περιγράφεται η μειωμένηδιανοητική και προσαρμοστική συμπεριφορά- λειτουργικότητα, η οποία εκδηλώνεται νωρίς στη ζωή, κατά την πρώιμη αναπτυξιακή περίοδο (Harris, 1995).Τα παιδιά με νοητική υστέρηση παρουσιάζουν μια κατώτερη -του μέσου όρου- νοημοσύνη, καθώς και δυνατότητα κοινωνικής προσαρμογής.
Το ποσοστό των ατόμων με νοητική υστέρηση, ανέρχεται στο 2-3% του γενικού πληθυσμού και αποτελούν προτεραιότητα στον τομέα της μέριμνας όλων των κοινωνιών που σέβονται και φροντίζουν όλα τα μέλη τους (Volkmartal 2002, Κωτσόπουλος 2003).
Η νοητική υστέρηση είναι ένα σύμπτωμα λόγω γενετικά καθοριζομένων και μεταβολικών διαταραχών ή λόγω λειτουργικών αλλαγών του νευρικού συστήματος μετά από ένα τραύμα, κατά τον τοκετό ή αργότερα, κατά την πρώιμη αναπτυξιακή περίοδο. Εξαιτίας αυτής της ετερογένειας τα άτομα με νοητική υστέρηση δεν παρουσιάζουν ίδια κλινική εικόνα και πορεία.
Ανάλογα με το επίπεδο της σοβαρότητας των συμπτωμάτων, νοητική υστέρηση διακρίνεται σε 4 τύπους: την ελαφρά, τη μέτρια, τη σοβαρή και τη βαθιά νοητική υστέρηση.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά ατόμων με νοητική υστέρηση είναι:
- Καθυστέρηση στην κινητική ανάπτυξη, με παρουσία μυοκινητικών δυσκολιών, νευρολογικές διαταραχές καθώς και προβλήματα στην όραση ή/ και την ακοή.
- Ψυχοσυναισθηματικές διαταραχές, λόγω δυσκολιών στην κατανόηση των κοινωνικών προτύπων, συμπεριφορών και σχέσεων, με έντονες συναισθηματικές συγκρούσεις και πιθανή εκδήλωση ψυχικών νόσων.
- Διαταραχές στο λόγο και την ομιλία, λόγω αργού ρυθμού ανάπτυξης, οι οποίες εκφράζονται με προβλήματα στην κατανόηση και έκφραση του προφορικού λόγου, διαταραχές στην άρθρωση της ομιλίας και διαταραχές στη ροή της ομιλίας. Οι δυσκολίες αυτές εντείνονται από τις δυσκολίες που μπορεί να υπάρχουν στην όραση ή/ και την ακοή.
Η διάγνωση της νοητικής υστέρησης γίνεται με την αξιολόγηση της νοημοσύνης, μέσω σταθμισμένων εργαλείων. Η πρώιμη παρέμβαση στα παιδιά με νοητική υστέρηση, βοηθά ώστε να έχουν καλύτερη πρόγνωση στο μέλλον σε διάφορους τομείς της ζωής τους.