Τα τελευταία χρόνια, λόγω της μετακίνησης των ανθρώπων σε άλλες χώρες, υπάρχουν πολλά παιδιά, τα οποία είναι δίγλωσσα. Τα δίγλωσσα παιδιά εκτίθενται συγχρόνως σε δύο γλώσσες, από την βρεφική τους ηλικία, με αποτέλεσμα να καταφέρνουν να χρησιμοποιούν και τις δύο γλώσσες με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δε σημαίνει πως η εκμάθηση δύο γλωσσών ταυτόχρονα, θα φέρει δυσκολίες στην γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού.
Τα δίγλωσσα παιδιά έχουν τα ίδια αναπτυξιακά γλωσσικά στάδια που έχουν και τα μονόγλωσσα παιδιά. Όπως το κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό ανάπτυξης, το ίδιο συμβαίνει και στα δίγλωσσα παιδιά. Όμως, κάποιες φορές, ένα δίγλωσσο παιδί, χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να αγγίξει ένα αναπτυξιακό στάδιο, απ’ ότι ένα μονόγλωσσο. Αυτό συμβαίνει γιατί τα δίγλωσσα παιδιά εκτίθενται λιγότερο σε καθεμιά από τις δύο γλώσσες κι όχι επειδή υποβόσκει κάποια γλωσσική καθυστέρηση.
Τα δίγλωσσα παιδιά, με την προϋπόθεση ότι έχουν συχνή επαφή και με τις δύο γλώσσες, φτάνουν να μην έχουν διαφορά σε φωνολογικό και γραμματικό επίπεδο. Εκεί που παρατηρούνται διαφορές μεταξύ των δίγλωσσων και μονόγλωσσων παιδιών, είναι το λεξιλόγιο, καθώς τα παιδιά μπορεί να μην βρίσκουν την κατάλληλη λέξη στην κάθε γλώσσα για να εκφράσουν αυτό που θέλουν, οπότε και χρησιμοποιούν παράλληλα και τις δύο γλώσσες. Αυτό συμβαίνει διότι δυσκολεύονται να αποθηκεύσουν στην μνήμη τους τις λέξεις και στις δύο γλώσσες. Όμως, αν προστεθεί η λεξιλογική ικανότητα του κάθε παιδιού και στις δύο γλώσσες, θα βρεθεί πως γνωρίζουν τον ίδιο αριθμό λέξεων, όπως τα μονόγλωσσα παιδιά της ηλικίας τους. Αυτή η δυσκολία φαίνεται να εξαλείφεται καθώς το παιδί μεγαλώνει και αυξάνεται η ικανότητα απομνημόνευσής του.
Άλλη μια δυσκολία που συνήθως έχουν τα δίγλωσσα παιδιά είναι η διαπροσωπική επικοινωνία, δηλαδή ο τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας των δίγλωσσων παιδιών σε διάφορα κοινωνικά πλαίσια. Αυτό συμβαίνει γιατί, τα δίγλωσσα παιδιά δεν έχουν εξοικειωθεί πλήρως και με τις δύο γλώσσες, δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν κατάλληλα τα μεταγλωσσικά στοιχεία μιας γλώσσας, να κατανοήσουν τα σχόλια, τους υπαινιγμούς και το μεταφορικό λόγο. Αυτή η δυσκολία, παύει να υπάρχει όταν το δίγλωσσο άτομο αποκτήσει τις κατάλληλες εμπειρίες στις κοινωνικές γλωσσικές δεξιότητες και καταστάσεις.
Γενικότερα, ο χρόνος που αφιερώνει το παιδί στην κάθε γλώσσα, φανερώνεται μέσα από την ομιλία του. Ένα παιδί που εκτίθεται τον περισσότερο χρόνο στη μία από τις δύο γλώσσες, είναι πιθανό να χάσει την ευκολία που είχε στο χειρισμό της δεύτερης γλώσσας. Αυτό δε σημαίνει πως δε θα επανέλθει ποτέ η δεξιότητα να χρησιμοποιεί και τις δύο γλώσσες.
Οι γονείς, χρησιμοποιώντας στο σπίτι τη μητρική τους γλώσσα, καταφέρνουν να μεταφέρουν στα παιδιά την κουλτούρα τους και η γλώσσα αυτή γίνεται σημείο αναφοράς για το παιδί.
Μεγαλώνοντας το δίγλωσσο παιδί θα αποκτήσει την ικανότητα να χειρίζεται κατάλληλα την κάθε γλώσσα και να αναμιγνύει και τις δύο γλώσσες με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνεται κατανοητό και να μην παραβιάζει τους κανόνες καμιάς γλώσσας. Έρευνες αποδεικνύουν ότι τα δίγλωσσα παιδιά έχουν καλύτερο γνωστικό επίπεδο, αποκτούν μεγαλύτερη ευελιξία στην σκέψη, αναπτύσσουν περισσότερο τη δημιουργικότητά τους, μαθαίνουν να επιλύουν ένα πρόβλημα πιο γρήγορα και εξασκούν περισσότερο την ακουστική τους μνήμη.